Πως γιορταζόταν τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα η Καθαρά Δευτέρα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στο Θησείο, στον Κολωνό, στα Πατήσια, στα Σεπόλια, στην Κολοκυνθού, στο Μαρούσι, στην Αγία Βαρβάρα, στο Γαλάτσι και «εις άλλας εξοχάς».
Κούλουμα: Τα παντοπωλεία ανοιχτά και στολισμένα με κλαδιά δένδρων και πλούσια φυλλώματα κάτω από τα οποία ήταν παραταγμένες μεγάλες λεκάνες που περιείχαν «όλων των ειδών τα ξυδωπά, τα βρεχτοκούκκια και τας ελαίας» και πιο κει «οι κώνοι του ζαχαροπήκτου χαλβά και οι σωροί, τους οποίους εσχημάτιζον αι ροδοψημέναι λαγάνες». Αυτή ήταν η εικόνα που αντιμετώπιζαν στην αγορά οι νοικοκυραίοι στα τέλη 19ου-αρχές του εικοστού αιώνα. Προκλητικά εκθέματα για τη φτωχολογιά, που ακόρεστα καταβρόχθιζε τέτοιες ημέρες τα ορεκτικά σκόρδα και τα κρεμμύδια, τα οποία θεωρούνταν το απαραίτητο συνοδευτικό της ημέρας. Το ίδιο θεωρούνταν βεβαίως και τα θαλασσινά, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν απροσπέλαστα για τα χαμηλά βαλάντια και τον πολύ κόσμο.
Η εξέλιξη του εορτασμού από τον Όθωνα στον 20ό αιώνα
Στην Αθήνα, τα Κούλουμα -ο εθιμικός εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας-, με τα οποία σφραγίζεται η περίοδος των Αποκριών, γιορτάζονταν γύρω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το φαινόμενο άκμασε στα χρόνια του Όθωνα, ενώ σταδιακά επί βασιλείας Γεωργίου Α’ εξελίχθηκαν να εορτάζονται «συν γυναιξί και τέκνοις εις τους λόφους και εις την άνοιξιν, εις τους κήπους και εις τας εξοχάς». Άλλωστε, τα Κούλουμα ήταν ανέκαθεν μια γιορτή των λαϊκών τάξεων. Μετά τον κορεσμό και τα ξέφρενα γλέντια της Αποκριάς, ο λαός αναζητούσε τον καθαρμό στη φύση, στους αγρούς και τον καθαρό αέρα «με ελίτσες, τουρσιά, κρεμμυδάκια, αυγοτάραχο, χαλβά, κάπου κάπου χαβιάρι και με λιράτο ρετσινάτο εις κρυσταλλώδεις φιάλας».
Χιλιάδες άνθρωποι καταλάμβαναν τους λόφους του Κολωνού, του Αστεροσκοπείου και του Φιλοπάππου. Το ίδιο ίσχυε και στους διάφορους μεγάλους ιδιωτικούς κήπους, που ήταν διεσπαρμένοι γύρω από την πόλη, στα Πατήσια, στην Κολοκυνθού, στα Σεπόλια, στο Γαλάτσι, στο Ηράκλειο και το Μαρούσι. Κοσμοπλημμύρα καταγραφόταν και στην Αγία Βαρβάρα, απ’ όπου η θέα στον Ελαιώνα και τον Σαρωνικό γαλήνευε τις ψυχές.
Γραφικά τοπία
Ο σιδηρόδρομος και τα τραμ είχαν τη γιορτινή τους, μεταφέροντας κόσμο στα δύο Φάληρα. Παντού ο ζύθος και το κρασί έρρεαν άφθονα, και το φαγοπότι ξεκινούσε με το καθαροδευτεριάτικο «Μασκαράδες και πολίτες/στις Κολώνες να βρεθείτε», που λειτουργούσε ως γενικό σύνθημα για τον εορταστικό ξεσηκωμό.
Η μεγαλύτερη όμως κίνηση αυτής της καθαράς λαϊκής γιορτής σημειωνόταν στα γραφικά τοπία που απλώνονταν πίσω από την Ακρόπολη. Από την πλατεία Θησείου μέχρι την τεράστια πλατεία των Στύλων του Ολυμπίου Διός, η οποία τότε ήταν ελεύθερη και προσβάσιμη στο κοινό. Η πόλη ερήμωνε κυριολεκτικά. Οι κεντρικοί της δρόμοι άδειαζαν και μυρμηγκιές κόσμου ξεχύνονταν στον άξονα των σημερινών οδών Αποστόλου Παύλου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου, οι οποίες ακόμη δεν είχαν σχηματιστεί ως λεωφόροι.
Στις πλατείες του Θησείου και των Στύλων και στα ψηλά μέρη των γύρω λόφων στήνονταν αρχαϊκότατοι χοροί, κάτι που γινόταν επί αιώνες και διατηρήθηκε. Ομάδες Πελοποννησίων έστηναν τις παρέες τους γύρω από τον Ναό του Θησείου και ανά πέντε έσερναν τον χορό σε έναν μεγάλο κύκλο. Άλλες παρέες από τα νησιά ανέβαιναν στην περιοχή του Αστεροσκοπείου για να χορέψουν τους δικούς τους τοπικούς χορούς και να προσελκύσουν τα βλέμματα των θεατών. Οι Ηπειρώτες συνήθιζαν να στήνουν το γλέντι τους μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο και τον λόφο του Αρδηττού.
Συμπαγείς τις περισσότερες φορές, χωρίς «παρείσακτους», εμφανίζονταν οι ομάδες των Κρητικών, διασκεδάζοντας με τους λεβέντικους χορούς τους. Οι μπαλοθιές τους ξύπναγαν τα αντανακλαστικά των χωροφυλάκων που καιροφυλακτούσαν «διά την τήρησιν της τάξεως». Η απολλώνια λύρα όμως αδελφωνόταν με το περσικό σαντούρι και έδιωχναν τους ενοχλητικούς.
Το ίδιο ίσχυε και για τους Χιώτες, που είχαν μια ανεξήγητη αγάπη στο περίφημο «Κάτω στο γιαλό κοντή/νερατζούλα φουντωτή». Εν τω μεταξύ, οι παρέες που ξεχύνονταν προς το παραλιακό μέτωπο καταλάμβαναν τα περίφημα Φάληρα και τη Φρεαττύδα, σκαρφάλωναν στα υψώματα της ελεύθερης ακόμη πειραϊκής χερσονήσου, στη γραφική ακτή του Τσίλερ, στην Κρεμμυδαρού και στο εξοχικό πανδοχείο του Ξαβέριου.
Μικροπωλητές και χαρταετοί
Εννοείται ότι στα ίδια μέρη –κυρίως γύρω από την Ακρόπολη– έστηναν το δικό τους πανηγύρι οι μεταμφιεσμένοι, τα πολύχρωμα γαϊτανάκια, ο Ποιητής του Κάρρου, οι αρκουδιάρηδες αθίγγανοι και οι μικροπωλητές της εποχής, που δεκαρολογούσαν, χάριν της ημέρας πάντα. Από κοντά και η πλάστιγγα για το ετήσιο εθιμικό ζύγισμα του κοινού. Με ένα πενηνταράκι μάθαινε ο καθένας τα κιλά του.
Στο γύρισμα προς τον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν και οι «κατασκευασταί χαρταετών», κλάδος ο οποίος άνθησε όταν προστέθηκαν στις τάξεις τους ευφυείς και πολυτάλαντοι πρόσφυγες μετά το 1922.
Ωστόσο, οι χαρταετοί, οι οποίοι έφτασαν και στη χώρα μας από τους λαούς της Ανατολής, με το πέρασμα των χρόνων βρήκαν στον ορίζοντα έναν μεγάλο εχθρό, τα καλώδια! Μέχρι έφιππες περιπολίες συστήθηκαν για το κυνήγι τους, στα Κούλουμα του 1907, όταν άθελά τους ομάδες παιδιών με τους χαρταετούς τους αχρήστευσαν τον Αγγλικό Τηλέγραφο στον Πειραιά. Στους νεότερους έμεινε αλησμόνητη η περιπέτεια του 1939, όταν –επί δικτατορίας Ι. Μεταξά– όχι μόνο απαγορεύτηκε η ανύψωσή τους, αλλά διώχθηκαν με σκληρότητα και οι κατασκευαστές τους!
Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής με τους κακοφτιαγμένους χαρταετούς
Και αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες. Σε δε μερικές περιοχές συνεχίζουν ακόμη. Ο λαός θεωρούσε την Καθαρά Δευτέρα γνήσια αδελφή της Πρωτομαγιάς. Απέβαλαν τον αποκριάτικο άνθρωπο για να ντυθούν τον σαρακοστιανό. Από τα χαράματα άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κρατώντας δίχτυα, καλάθια, σακούλες, καλαθούνες και τσάντες, ξεχύνονταν στην αγορά. Σιγά σιγά, όσο η πόλη μεγάλωνε και απλωνόταν τόσο απλώνονταν και τα Κούλουμα. Χαλάνδρι, Μαρούσι, Κηφισιά, Εκάλη, Μπογιάτι, Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Βούλα, Πέραμα, Σκαραμαγκάς, Περιστέρι, Μπραχάμι, Ηλιούπολη είχαν την τιμητική τους λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το πραγματικό λαϊκό πανηγύρι συνεχίστηκε κάτω από την Ακρόπολη και τους γύρω λόφους. Επεκτάθηκε, μάλιστα, σιγά σιγά στη δυτική κλιτύ του λόφου του Αστεροσκοπείου μέχρι τα Πετράλωνα και τα νταμάρια που είχαν ανοίξει στην περιοχή, όπου σήμερα ο περιφερειακός του Φιλοπάππου. Μάλιστα τις περιοχές αυτές προτιμούσαν οι Καλαματιανοί με τον ύμνο τους: «Αν πας στην Καλαμάτα/και ΄ρθής με το καλό». Ένα ατέλειωτο μωσαϊκό που σχηματιζόταν από του Μακρυγιάννη έως τον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη από την πιο σύνθετη ανθρωποπλημμύρα.
Μόνον σε περιόδους πολέμου και κατοχής τα Κούλουμα δεν γιορτάστηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο – ιδιαίτερα την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Λίγα προσφυγόπουλα του συνοικισμού του Ασυρμάτου προσπαθούσαν να σηκώσουν στον ουρανό τους κακοφτιαγμένους χαρταετούς τους. Όπως όλες οι λαϊκές εκδηλώσεις, έτσι και τα Κούλουμα άνθησαν σε περιόδους ελευθερίας. Επέστρεψαν μετά τον πόλεμο ανανεωμένα και γιορτάζονται μέχρι τις ημέρες μας, ντυμένα όμως με τις ανέσεις και τα χρώματα της προόδου.